- πάνοπλος
- -η, -ο / πάνοπλος, -ον, ΝΜΑοπλισμένος με όλα τα όπλα του, αυτός που έχει όλο τον απαραίτητο οπλισμό για μια μάχη («πάνοπλος Ἀργείων στρατός», Αισχύλ.)νεοελλ.μτφ. ο άριστα προετοιμασμένος για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή μιας περίστασης, ο άριστα εφοδιασμένοςαρχ.φρ. α) «πάνοπλα ἀμφιβλήματα» — πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός, Ευρ.β) «νικᾱν πάνοπλον» — το να νικά κανείς σε αγώνα στον οποίο συμμετέχουν αντίπαλοι με πλήρη οπλισμό, πάνοπλοι πάπ..επίρρ...πανόπλως Μμε όλη την πανοπλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ὅπλον (πρβλ. έν-οπλος)].
Dictionary of Greek. 2013.